- σκοροφάγωμα
- και σκωροφάγωμα, το, Ν1. η φθορά μάλλινου, κυρίως, υφάσματος από σκόρο2. το σημείο τού υφάσματος που έχει φαγωθεί από σκόρο ή η έκταση τής φθοράς που έχει γίνει από το έντομο αυτό.[ΕΤΥΜΟΛ. < σκόρος / σκώρος + φάγωμα].
Dictionary of Greek. 2013.