σκοροφάγωμα

σκοροφάγωμα
και σκωροφάγωμα, το, Ν
1. η φθορά μάλλινου, κυρίως, υφάσματος από σκόρο
2. το σημείο τού υφάσματος που έχει φαγωθεί από σκόρο ή η έκταση τής φθοράς που έχει γίνει από το έντομο αυτό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκόρος / σκώρος + φάγωμα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • σκοροφάγωμα — το φθορά στα ενδύματα που προκαλείται από το σκόρο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”